- φανως
- φανῶςφᾰνῶςясно
(φανότατα ἐμφανίσαι τὸ πρᾶγμα Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(φανότατα ἐμφανίσαι τὸ πρᾶγμα Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φανῶς — φᾱνῶς , φανός 1 shining adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυροφανώς — Μ επίρρ. σταυροειδώς («σταυροφανῶς τανύεις παλάμας», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + φανῶς (< φανής < φαίνω / φαίνομαι)] … Dictionary of Greek
φαεινός — ή, ό / φαεινός, ή, όν, ΝΜΑ, και δωρ. και αττ. τ. φαεννός και αττ. τ. φανός, και αιολ. τ. φάεννος, Α 1. φωτεινός, λαμπερός («ἀστέρα φαεινότατον», Πρόδρ.) 2. λαμπρός, έξοχος, θαυμάσιος («φαεινή ιδέα») νεοελλ. φρ. «ηλίου φαεινότερον» λέγεται για… … Dictionary of Greek